Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

είμαι υπό

См. также в других словарях:

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

  • πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …   Dictionary of Greek

  • ιπποκρατώ — ἱπποκρατῶ, έω (Α) υπερισχύω, είμαι υπέρτερος κατά το ιππικό, νικώ σε ιππομαχία 2. παθ. ἱπποκρατοῡμαι, έομαι α) είμαι υποδεέστερος κατά το ιππικό β) είμαι υπό την εξουσία ιππικής δύναμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρατῶ (< κράτης < κράτος),… …   Dictionary of Greek

  • αραβοκρατούμαι — ( έομαι) είμαι υπό την κυριαρχία των Αράβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + κρατούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Διονύσιο Θερειανό («αραβοκρατουμένη Ισπανία»)] …   Dictionary of Greek

  • προδιαπορούμαι — έομαι, Α βρίσκομαι σε αμφιβολία, αμφιταλαντεύομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαποροῦμαι «βρίσκομαι σε κατάσταση αμφιβολίας, είμαι υπό συζήτηση»] …   Dictionary of Greek

  • τοπαρχικώς — Α φρ. «τοπαρχικῶς ἔχω» είμαι υπό την εξουσία τοπάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπάρχης μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *τοπαρχικός] …   Dictionary of Greek

  • τυραννίζω — ΜΑ [τύραννος] 1. τυραννώ, καταπιέζω, δυναστεύω 2. τηρώ ευμενή στάση προς τον τύραννο ή τους τυράννους («εἴποιεν οἱ τυραννίζοντες οὗτοι...», Δημοσθ.) 3. παθ. τυραννίζομαι είμαι υπό την τυραννία κάποιου …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»